τεκνόποινος

τεκνόποινος
-ον, Α
αυτός που τιμωρεί τα παιδιά του («μῆνις τεκνόποινος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέκνον + -ποινος (< ποινή), πρβλ. γυναικό-ποινος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τεκνόποινος — child avenging masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυναικόποινος — γυναικόποινος, ον (Α) αυτός που παίρνει εκδίκηση για γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + ποινος < ποινή (πρβλ. τεκνόποινος, υστερόποινος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”